Τι σημαίνει και τι συμβαίνει όταν ακούμε ""Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν"" στην Θεία Λειτουργία;
Ας αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο, για να ομολογήσουμε με ομόνοια.
Δύο είναι τα πρώτα γνωρίσματα του χριστιανού˙ η αγάπη και η πίστη. Με αυτή τη διπλή σφραγίδα στην ταυτότητά του ο πιστός μπορεί να έχει θέση στο δείπνο του Κυρίου, που είναι η θεία Ευχαριστία. Η αγάπη και η πίστη είναι το ένδυμα του γάμου για το οποίο λέει ο Κύριος στην παραβολή του Ευαγγελίου. Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος˙ Τί τάχα είναι πρώτα, η αγάπη ή η πίστη; Μα τέτοια ερωτήματα δεν έχουν θέση στην Εκκλησία. Η πίστη είναι η ρίζα της αγάπης και η αγάπη είναι ο καρπός της πίστεως. Ούτε χωρίς πίστη μπορείς να πεις πως είσαι χριστιανός, μα ούτε πάλι χωρίς αγάπη. Αν όμως σ’ αυτά τα δύο μπορούμε να δώσουμε μια σειρά, φαίνεται λοιπόν πως προτεραιότητα έχει η αγάπη, σύμφωνα και με το λόγο του Αποστόλου, ότι από τις τρεις ευαγγελικές αρετές, την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη, μεγαλύτερη είναι η αγάπη˙ «μείζων τούτων ἡ ἀγάπη». Ας μιλήσουμε λοιπόν σήμερα για την αγάπη και την πίστη των χριστιανών στη θεία Λειτουργία,
Η εκφώνηση της ευχής της προσκομιδής κλείνει, όπως κάθε εκφώνηση, με το «Ἀμήν», που αποκρίνεται ο λαός. Αυτό θα πει πως δεν μπορεί να γίνει θεία Λειτουργία, αν μέσα στο ναό μαζί με τον ιερέα δεν είναι ένας έστω πιστός, για να αποκρίνεται το «Ἀμήν». Αμέσως έπειτα ο λειτουργός ιερέας δίνει την ειρήνη στο λαό˙ «Εἰρήνη πᾶσι», ειρήνη σε όλους. Κάθε μεγάλη στιγμή προετοιμαζόμαστε να την δεχθούμε με την ειρήνη του Θεού μεταξύ μας, καθώς πιο πρώτα είδαμε και στην ανάγνωση του Ευαγγελίου. Τώρα, που πρόκειται να δώσουμε την ομολογία της πίστεώς μας, πάλι μας χρειάζεται ειρήνη˙ όχι μόνο στο λαό, αλλά και στον ιερέα. Γι’ αυτό ό λαός αποκρίνεται˙ «Καὶ τῷ πνεύματί σου». Από τις ιερότερες στιγμές της θείας Λειτουργίας είναι κι αυτή, που ο λειτουργός ιερέας και οι πιστοί «συναγωνίζονται ἐν ταῖς προσευχαῖς». Ο ιερέας «ειρηνεύει» το λαό κι ο λαός εύχεται ειρήνη στον ιερέα.
Πιο συγκεκριμένα και με τρόπο πιο αισθητό πρέπει να δείξουμε τώρα την ειρηνευμένη κατάσταση της ψυχής μας˙ με μια πράξη, που είναι ο ασπασμός, το άγιο φίλημα της αγάπης. Γι’ αυτό ο λειτουργός προτρέπει μεγαλόφωνα˙ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν»˙ ας αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον, για να ομολογήσουμε με ομόνοια. Η ίδια προτροπή του λειτουργού, στον αρχαιότερο τύπο της θείας Λειτουργίας ακούεται με αυτά τα λόγια, που είναι του αποστόλου Παύλου από την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή˙ «Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ», φιληθείτε μεταξύ σας με άγιο φίλημα. Ο ασπασμός αυτός τώρα γίνεται μόνο μεταξύ των λειτουργών ιερέων˙ στην αρχαία όμως εποχή με τον ίδιο τρόπο έδιναν φίλημα αγάπης μεταξύ τους και οι πιστοί, χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι ο θειος αυτός ασπασμός φανερώνει «τὴν πάντων πρὸς πάντας καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἑκάστου πρότερον καὶ τὸν Θεὸν ὁμονοίας τε καὶ ὁμογνωμοσύνης καὶ ἀγάπης ταυτότητα»˙ ότι όλοι δηλαδή και πρώτα ο καθένας με το Θεό είναι δεμένοι μεταξύ τους με την αγάπη και την ομόνοια και με την ίδια γνώμη.
Ο ασπασμός της θείας Λειτουργίας γίνεται σύμφωνα με την εντολή του Ιησού Χριστού στην «επί του Όρους» ομιλία, «Ἐὰν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου˙ καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου». Για να προσφέρουμε δώρα στο Θεό για τη θεία Λειτουργία, για να έχουμε θέση στην ευχαριστιακή σύναξη της Εκκλησίας και για να μπορούμε να πλησιάσουμε στο ποτήριο της θείας Κοινωνίας, είναι ανάγκη να είμαστε συμφιλιωμένοι πρώτα με το Θεό κι υστέρα με όλους τους ανθρώπους. «Οὐκοῦν τὸ φίλημα διαλλαγή ἐστι», κατηχεί ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, «καὶ διὰ τοῦτο ἅγιον»˙ το φίλημα, που γίνεται στη θεία Λειτουργία, είναι σημείο πως μεταξύ μας δεν υπάρχει και δεν μας χωρίζει καμμιά έχθρα και διαφορά, γι’ αυτό και δεν είναι όπως τα συνηθισμένα φιλήματα, άλλα φίλημα άγιο.
Όταν από τους ιερείς μέσα στο άγιο Βήμα γίνεται ο ασπασμός της αγάπης, ο χορός των ψαλτών αποκρίνεται στο «ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» και ψάλλει˙ «Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον» Αυτή είναι μια σύντομη και επιγραμματική ομολογία της χριστιανικής πίστεως. Αλλά όταν γίνεται συλλείτουργο, και μάλιστα όταν λειτουργεί επίσκοπος, τότε ο χορός των ψαλτών αποκρίνεται στο «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους» και ψάλλει· «Ἀγαπήσω σε, Κύριε, ἡ ἰσχύς μου˙ Κύριος στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου καὶ ρύστης μου». Είναι ο πρώτος στίχος του δεκαεπτά ψαλμού, που με δικά μας απλά λόγια θέλει να πει˙ «Εσένα, Κύριε, αγαπώ και συ ’σαι η δύναμή μου˙ εσύ με στηρίζεις, και στη δύσκολη την ώρα σε σένα καταφεύγω και συ με γλυτώνεις». Η μία απόκριση των ψαλτών είναι ομολογία πίστεως και η άλλη ομολογία αγάπης.