Οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους καθολικούς και τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.
Θα αρχίσουμε να βάζουμε τις διαφορές ανάμεσα στους καθολικούς και τους Ορθόδοξους Χριστιανούς επί τάπητος, για το λόγο όμως ότι είναι αρκετές με την ανάλογη επεξήγηση θα το χωρίσουμε σε τρείς με τέσσερις αναρτήσεις.... Σήμερα έχουμε την εξήγηση του διαχωρισμού αλλά και δύο από τα σημεία των διαφορών μεταξύ των δύο Εκκλησιών της Χριστιανοσύνης...
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν ενωμένη με τους Καθολικούς μέχρι το 1054, οπότε και επήλθε οριστικά ο χωρισμός Της από εκείνους.Ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος βέβαια (330-379 μ.Χ.), τον οποίο ως γνωστόν, αναγνωρίζουν ως Άγιο και Μέγα και οι Καθολικοί, είχε μιλήσει από τον 4ο ακόμη αιώνα για τα σφάλματα των Καθολικών, λέγοντας χαρακτηριστικά:
« Εάν συνεχισθή η εναντίον μας οργή του Θεού, ποια βοήθεια μπορεί να μας προσφέρη η Δυτική αλαζονεία και υπεροψία;
Αυτοί ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε θέλουν και ανέχονται να την μάθουν, αλλά καθώς είναι προκατειλημμένοι από αστηρίκτους υποψίας… εμάχοντο εκείνους που τους έλεγαν την αλήθειαν και εστήριζαν την αίρεσιν με την στάσιν τους.
Εγώ μάλιστα σκέπτομαι να γράψω προς τον πρώτον (τον Πάπα Ρώμης Δάμασον) και κορυφαίον από αυτούς… ότι ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε καταδέχονται να ακολουθήσουν την οδόν δια της οποίας θα ηδύναντο να την μάθουν… και να μην θεωρούν ως αρετήν την υπερηφάνειαν, η οποία είναι αμάρτημα αρκετόν να δημιουργήση, από μόνον του αυτό, έχθραν προς τον Θεόν » (Μεγάλου Βασιλείου, ΕΠΕ 1, 304).
Τον 4ο επίσης αιώνα, το 381 μ.Χ., η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος με τον τρίτο Κανόνα της, όρισε ότι ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει τα πρωτεία τιμής μετά τον Επίσκοπο Ρώμης, επειδή η Κωνσταντινούπολη ήταν η «νέα Ρώμη». Στον Επίσκοπο Ρώμης ανεγνώριζε «πρεσβεία τιμής», επειδή υπήρξε η αρχαιότερη πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους.
Τρεις αιώνες αργότερα, το 680 μ.Χ., η Έκτη Οικουμενική Σύνοδος υπέδειξε στους Καθολικούς ορισμένες καινοτομίες τους, αλλά αυτοί δεν έδωσαν σημασία. Η Δύση προχωρούσε για τον χωρισμό.
Ώσπου φτάνουμε στον 9ο αιώνα, κατά τον οποίο, προς έκπληξη όχι μόνο των Ανατολικών αλλά και των Δυτικών ακόμη, ο Πάπας θέλησε να εμφανιστεί «Θείω δικαίω» (!), άρχοντας της Εκκλησίας και όλου του κόσμου, πάνω από όλους τους Πατριάρχες και τις Οικουμενικές Συνόδους (οι Οποίες του αναγνώριζαν το πρωτείο τιμής, το προβάδισμα δηλαδή μεταξύ ίσων, ωστόσο εκείνος αξίωσε υπέρτερη εξουσία)!!! Από φιλοδοξία ανακατεύθηκε στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, όταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Ιγνάτιος και ο Φώτιος.
Από εκείνη τη χρονική στιγμή και μετά, επειδή οι Δυτικοί, όλο και περισσότερο απομακρύνονταν από την Ιερή Παράδοση της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας, οι Ανατολικοί τόσο περισσότερο δεν συμφωνούσαν με τις αυθαίρετες καινοτομίες τους. Το Σχίσμα στην Εκκλησία του Χριστού, ήταν πλέον κάτι παραπάνω από ορατό.
Τέλος, το 1054 φτάσαμε στον οριστικό χωρισμό. Συνέβη το εξής γεγονός: Τριμελής αντιπροσωπεία απεσταλμένη δήθεν από τον Πάπα Λέοντα τον 9ο (ο οποίος εν τω μεταξύ είχε πεθάνει), αφού προκάλεσε πολλά επεισόδια στην Κωνσταντινούπολη, όρμησε με βρισιές στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας κατά τη διάρκεια της Θείας Λατρείας, και ο Καρδινάλιος Ουβέρτος άφησε πάνω στην Αγία Τράπεζα έγγραφο, με το οποίο αναθεμάτιζε τον τότε Ορθόδοξο Πατριάρχη Κωνσταντίνο Μιχαήλ Κηρουλάριο και όλους τους Ορθόδοξους σαν αιρετικούς!
Από τότε οι Καθολικοί έπαψαν να έχουν επικοινωνία με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως επίσης και με τα τέσσερα άλλα Πατριαρχεία, γεγονός θλιβερό που έρχεται σε αντίθεση με τον Ευαγγελικό Νόμο, ο Οποίος δεν θέλει να υπάρχει Σχίσμα μέσα στην Εκκλησία του Χριστού.
Και ερχόμαστε στο σήμερα, στο 2020, όπου οι Καθολικοί αντί να αναθεωρήσουν την στάση τους και να επανέλθουν από εκεί που έφυγαν, ζητούν από την Ορθόδοξη Εκκλησία να αρνηθεί την αρχαία Αγία της Πίστη και να υποταχθεί στον Πάπα της Ρώμης!
Ας δούμε όμως παρακάτω τις δύο πρώτες βασικές δογματικές διαφορές μας με τους Καθολικούς:
1) Στο Σύμβολο της Πίστεως (“Πιστεύω”), πρόσθεσαν αυθαίρετα την φράση «και εκ του Υιού εκπορευόμενο» (filioque), διδασκαλία ξένη που δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο. Αντιθέτως, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, Λέει καθαρά ότι το Άγιο Πνεύμα παρά τους Πατρός εκπορεύεται (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Κεφάλαιο 15, Εδάφιο 26), γεγονός που ανεγνώρισαν και επικύρωσαν η Πρώτη και η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος.
2) Οι Καθολικοί υποστηρίζουν πως ο Πάπας έχει το αλάθητο! Η Αίρεση των Καθολικών, το 1870, κατά την πρώτη Βατικάνιο Σύνοδο, ανεγνώρισε το αλάθητο. Δηλαδή, πως όταν μιλάει ο εκάστοτε Πάπας περί πίστεως από καθέδρας, είναι αλάνθαστος!
Αυτή όμως η ιδέα, ότι ο εκάστοτε Πάπας δεν κάνει λάθη, είναι αντίθετη προς την Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση, διότι σημαίνει Απόλυτη Θεοπνευστία!
Εμείς γνωρίζουμε, ότι Απόλυτα Θεόπνευστοι και συνεπώς αλάθητοι, ήσαν μόνο οι Άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι Φωτίστηκαν ιδιαιτέρως από το Άγιο Πνεύμα, και είπαν και έγραψαν αυτά που είδαν και άκουσαν (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφάλαιο 6, Εδάφιο 10, και, Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Κεφάλαιο 14, Εδάφιο 26, και, Κεφάλαιο 16, Εδάφιο 13).
Εξ άλλου, οι Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος, ουδέποτε ζήτησαν να γίνει το δικό τους θέλημα, αλλά συζητούσαν αρκετά, όλοι μαζί οι Φωτισμένοι Άγιοι Απόστολοι, και κατόπιν, κατέληγαν με αυτόν τον τρόπο, στα Θεόπνευστα Συμπεράσματά τους, και ουδέποτε με τον δικτατορικό τρόπο που ενεργεί ο Πάπας, ο οποίος έφθασε στο σημείο να ανακηρύξει τον εαυτό του διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου και αντιπρόσωπο του Χριστού, ορατή κεφαλή της Εκκλησίας (το λεγόμενο «πρωτείο του Πάπα») και αλάνθαστο διδάσκαλο της Χριστιανικής Πίστεως!!! Κι αυτό συμβαίνει, ενώ η Καινή Διαθήκη Αναφέρει σαφέστατα, πως μόνο ο Χριστός είναι η Κεφαλή και ο Αρχηγός της Εκκλησίας, τόσο της Στρατευομένης εδώ στη Γη, όσο και της Θριαμβευούσης Εκκλησίας στον Ουρανό (Προς Εφεσίους Επιστολή, Κεφάλαιο 1, Εδάφια 22-23).