Κατά Μάρκο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΣΤ'(6) 45-53
Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον·
καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι.
καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς.
καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἤθελε παρελθεῖν αὐτούς.
οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν·
πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν. καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε.
καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον.
οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη.
Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν.
Νεοελληνική Απόδοση
Ο Ιησούς περπατά στο νερό
Και ευθύς ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να πάνε πριν από αυτόν στην όχθη αντίπερα, στη Βηθσαϊδά, ωσότου αυτός να απολύσει το πλήθος.
Και αφού τους αποχαιρέτησε, έφυγε στο όρος για να προσευχηθεί.
Και όταν τους είδε να βασανίζονται, ενώ κωπηλατούσαν, γιατί ήταν ο άνεμος ενάντιος σε αυτούς, έρχεται προς αυτούς κατά τα ξημερώματα περπατώντας πάνω στη λίμνη και ήθελε να τους προσπεράσει.
Εκείνοι, επειδή τον είδαν πάνω στη λίμνη να περπατάει, νόμισαν ότι είναι φάντασμα και έκραξαν δυνατά.
Γιατί όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Εκείνος ευθύς μίλησε μαζί τους και τους λέει: «Έχετε θάρρος, εγώ είμαι. μη φοβάστε».
Και ανέβηκε κοντά τους στο πλοίο και κόπασε ο άνεμος. και πολύ περισσότερο μέσα τους έμεναν εκστατικοί.
Γιατί δεν είχαν καταλάβει ό,τι έγινε με τους άρτους, αλλά ήταν η καρδιά τους πωρωμένη.
Η θεραπεία των αρρώστων στη Γεννησαρέτ
Και αφού διαπέρασαν τη λίμνη, ήρθαν στην ξηρά, στη Γεννησαρέτ, και προσορμίστηκαν.