Κατά Ιωάννη Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΙΒ'(12) 19-36
῏Ησαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ.
οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν.
ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ ᾿Ανδρέᾳ, καὶ πάλιν ᾿Ανδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ·
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει.
ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν.
ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ.
Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ τί εἴπω; πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. ἀλλὰ διά τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην.
πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω.
ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν.
ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· οὐ δι’ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι’ ὑμᾶς.
νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω·
κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν.
τοῦτο δὲ ἔλεγε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.
ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;
εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ’ ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει.
ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ’ αὐτῶν.
Νεοελληνική Απόδοση
Η θριαμβευτική είσοδος στην Ιερουσαλήμ
Έλληνες Ιουδαίοι ζητούν να δουν τον Ιησού
Αυτοί λοιπόν πλησίασαν το Φίλιππο, που ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού».
Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα. Έρχονται ο Ανδρέας και ο Φίλιππος και το λένε στον Ιησού.
Τότε ο Ιησούς τούς αποκρίνεται λέγοντας: «Έχει έρθει η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του ανθρώπου.
Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δεν πεθάνει ο κόκκος του σίτου όταν πέσει στη γη, αυτός μόνος μένει. Αν όμως πεθάνει, φέρει πολύ καρπό.
Εκείνος που αγαπά τη ζωή του τη χάνει. Κι εκείνος που μισεί τη ζωή του στον κόσμο τούτο θα τη φυλάξει σε ζωή αιώνια.
Αν κάποιος εμένα διακονεί, εμένα ας ακολουθεί, και όπου είμαι εγώ εκεί θα είναι και ο διάκονος ο δικός μου. Αν κάποιος εμένα διακονεί, θα τον τιμήσει ο Πατέρας».
Ο Υιός του ανθρώπου πρέπει να υψωθεί
«Τώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη, και τι να πω; “Πατέρα, σώσε με από την ώρα αυτή”; Αλλά γι’ αυτό ήρθα μέχρι την ώρα αυτή.
Πατέρα, δόξασε το όνομά σου!» Ήρθε τότε φωνή από τον ουρανό: «Και το δόξασα και πάλι θα το δοξάσω».
Το πλήθος, λοιπόν, που είχε σταθεί και άκουσε έλεγε ότι βροντή έχει γίνει. Άλλοι έλεγαν: «Άγγελος του έχει μιλήσει».
Αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε: «Δεν έχει γίνει για μένα η φωνή αυτή, αλλά για σας.
Τώρα γίνεται κρίση του κόσμου τούτου, τώρα ο άρχοντας του κόσμου τούτου θα πεταχτεί έξω.
Κι εγώ, όταν υψωθώ από τη γη, όλους θα ελκύσω προς τον εαυτό μου».
Αυτό λοιπόν το έλεγε, δίνοντας σημάδι με ποιο θάνατο έμελλε να πεθάνει.
Τότε του αποκρίθηκε το πλήθος: «Εμείς ακούσαμε από το νόμο ότι ο Χριστός μένει στον αιώνα. Τότε, πώς εσύ λες ότι πρέπει να υψωθεί ο Υιός του ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο Υιός του ανθρώπου;»
Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: «Ακόμη λίγο χρόνο το φως είναι μεταξύ σας. Περπατάτε όσο έχετε το φως, για να μη σας κυριέψει το σκοτάδι. Και όποιος περπατά στο σκοτάδι δεν ξέρει πού πηγαίνει.
Όσο έχετε το φως, πιστεύετε στο φως, για να γίνετε γιοι φωτός».