Σας καλωσορίζουμε στο επίσημο ιστολόγιο του Ι.Ν. Αναλήψεως Μεγάρχης - Σας Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη σας.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Ο ναός του Αγίου Νικολάου στη Μεγάρχη Τρικάλων. Ένα σπουδαίο μνημείο των Τρικάλων.


Ο ναός του Αγίου Νικολάου βρίσκεται στο κέντρο της Μεγάρχης και λειτουργεί ως  κοιμητηριακός ναός της κοινότητας.
Αρχιτεκτονικά, είναι ένας μονόχωρος, δρομικού τύπου, ναός, με νάρθηκα εν είδει στοάς κατά μήκος της δυτικής και νότιας πλευράς του.

Στο μνημείο εντοπίζονται διαχρονικά τρείς κατασκευαστικές φάσεις. Η πρώτη από αυτές διασώζεται στο κατώτερο τμήμα του νότιου τοίχου και εν μέρει στην αντίστοιχη γωνία του ανατολικού. Στην τοιχοποιία της χρησιμοποιήθηκε και παλαιότερο οικοδομικό υλικό, προερχόμενο πιθανώς από τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Φαλώρειας. Σε μια δεύτερη φάση φαίνεται ότι ο ναός συμπληρώθηκε ή και διευρύνθηκε αποκτώντας τρίπλευρη κόγχη, με επιμελημένη τοιχοποιία κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Την διακόσμηση της κόγχης συνθέτουν οθωμανίζοντα οξυκόρυφα τόξα, στα οποία εγγράφεται επίσης πλινθοπερίκλειστος  σταυρός  και  ζώνη με ψαροκόκκαλο  που επεκτείνεται σε μέρος του ανατολικού τοίχου. Όμοια διακόσμηση συναντάται στο ναό του Αγίου Γεωργίου στην Οξύνεια, ενώ η πρακτική  του πλίνθινου διακόσμου που περιορίζεται σε μία ταινία στην ανατολική πλευρά παραπέμπει σε ναούς ευτελούς κατασκευής, του 15ου αιώνα, στην Ήπειρο. Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα το κέλυφος του ναού υπερυψώθηκε και καλύφθηκε με ψευδοροφή και ξύλινη στέγη, ενώ ο ανοιχτός νάρθηκας μετατράπηκε σε κλειστό, με την έμφραξη των διαστημάτων μεταξύ των πεσών.

Το μεγαλύτερο μέρος του μνημείου κοσμείται με τοιχογραφίες δύο διαφορετικών εποχών, προϊόντα της εργασίας ανώνυμων ζωγράφων.

Η φθορά στις παραστάσεις της Δευτέρας Παρουσίας, του αγίου Νικολάου, της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, του Χριστού και αδιάγνωστου αγίου, που καλύπτουν  τον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα επιτρέπει μόνο την τοποθέτησή τους σε εποχή μεταγενέστερη αυτής του διακόσμου στον κυρίως ναό και στο ιερό Βήμα. 

Η ανέγερση και η πρώτη-κύρια φάση διακόσμησης του ναού μνημονεύεται στην κτιτορική επιγραφή που αναπτύσσεται πάνω από τη θύρα επικοινωνίας του κυρίως ναού με το νάρθηκα (εσωτερικά). Η επιγραφή διασώζει ακέραιους μόνο τους τρείς από τους πέντε στίχους της που έχουν ως εξής :
 + ΑΝΕΓΕΡΘΗ Και ΑΝΕΣΤΩΡΕΙΘΥ Ο ΘΗ(ΟΣ) Και ΠΑΝCΕΠΤΟC ΝΑ(ΟΣ) / ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΘΑΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΜΗΡΩΝ Τ(ΗΣ) ΓΛΥΚΙ(ΑΣ) /ΔΕΙΑ CΗΝΔΡΟΜ(ΗΣ) ΤΕ ΚΩΠΟΥ Και ΕΞΟΔΟΥ · ΚΗΡ ΠΑΠΑΔΡΟCΟΥ Υ... ΡΕ(ΟΣ) / ... ΗΕΡΕ(ΟΣ) · ΡΙΖΟΥ / .../.../... ΕΤ (ΟΥΣ) ؍ζ Μ (;).

Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού οργανώνεται συμμετρικά σε τρείς ζώνες,  τα θέματα των οποίων ακολουθούν ένα σύστημα παρατακτικής και οριζόντιας ανάπτυξης.  Στην ανώτερη ζώνη τοποθετούνται παραστάσεις από το Χριστολογικό κύκλο, στην ενδιάμεση ζώνη στηθάρια προφητών, αγίων και μαρτύρων και στην κατώτερη ζώνη ολόσωμες μεμονωμένες μορφές ή ζεύγη αγίων.

Στο πρόγραμμα του ιερού Βήματος εφαρμόζεται η συνήθης διάταξη, με εξαίρεση την απουσία της Θείας Ευχαριστίας. Στην κεντρική κόγχη κυριαρχεί η Πλατυτέρα, στο τύπο της Βλαχερνίτισσας,  και χαμηλότερα η σύνθεση του Μελισμού, με τους συλλειτουργούντες ιεράρχες Μ. Βασίλειο και Ιωάννη το Χρυσόστομο καθώς  και τους αγγέλους διακόνους. Στην επιφάνεια του τοίχου  πάνω από την κόγχη ιστορούνται οι σκηνές της Ανάληψης, της Πεντηκοστής και της Θυσίας του Αβραάμ. Τις κόγχες της πρόθεσης και του διακονικού καταλαμβάνουν η Άκρα Ταπείνωση και ο άγιος Λάζαρος, ενώ τα μεσοδιαστήματα ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος και ο διάκονος Αειθαλάς. Ο λειτουργικός κύκλος συμπληρώνεται στον βόρειο τοίχο από το Όραμα του Πέτρου Αλεξανδρείας και ιεράρχη αγίου, τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του οποίου παραπέμπουν στον άγιο Νικόλαο. Από τους ιεράρχες  του νότιου τοίχου αναγνωρίζεται ο άγιος Γρηγόριος.

Το ανώτερο τμήμα των σκηνών του Χριστολογικού κύκλου έχει καταστραφεί ή εγκλωβιστεί στα κονιάματα των τελευταίων εργασιών, ενώ η πυκνή αιθάλη μόλις που επιτρέπει την αναγνώριση κάποιων σκηνών. Η αλληλουχία της ζώνης, που περιλαμβάνει σκηνές από το Δωδεκάορτο, τα Πάθη και την Ανάσταση, ξεκινά  από το ιερό, με την απεικόνιση του Ευαγγελισμού, και περιτρέχει δεξιόστροφα το ναό με σκηνές από τις οποίες αναγνωρίζονται αυτές της Γέννησης, της Υπαπαντής, της Βάπτισης, της Προσευχής και της Προδοσίας. Η ιστορική συνέχεια διακόπτεται, στον δυτικό τοίχο,  από την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και των επεισοδίων της  Γέννησης  και της Κοιμήσεως του τιμώμενου αγίου Νικολάου. Η πορεία του κύκλου συνεχίζει στον βόρειο τοίχο με την απεικόνιση του Εμπαιγμού του Χριστού, της Κρίσης του Πιλάτου, πιθανότατα του Χριστού Ελκόμενου, της Σταύρωσης, του Επιτάφιου Θρήνου και της Ανάστασης και καταλήγει με τις παραστάσεις της Ψηλάφησης του Θωμά και της Αγίας Τριάδος (Φιλοξενία) στο ιερό Βήμα.  
Στο εικονογραφικό θεματολόγιο των τοιχογραφιών επισημαίνονται  ιδιαιτερότητες, κάποιες από τις οποίες  επιτρέπουν την ένταξή του σε συγκεκριμένο καλλιτεχνικό κλίμα, ενώ κάποιες σπανιότερες αποκαλύπτουν τις καταβολές ή εκφράζουν κάποιες θεολογικού χαρακτήρα προθέσεις των δημιουργών  του.

Η ζώνη των ολόσωμων αγίων συνιστά την πρώτη ιδιαιτερότητα του διακόσμου. Κι αυτό γιατί  από τις 31 ολόσωμες μορφές της οι 19 αφορούν σε αγίους μοναχούς και αναχωρητές, με έμφαση σε εκείνους της Ανατολής και του Αιγυπτια-κού μοναχισμού. Ο αριθμός αυτός αυξάνει πολύ περισσότερο αν υπολογίσουμε και τις μορφές, κυρίως γυναικών μοναχών, στη ζώνη των μεταλλίων. Μεταξύ άλλων αγίων της κατώτερης ζώνης, αρχίζοντας από τον νότιο τοίχο, εικονίζονται οι άγιοι Αντώνιος, Παχώμιος με τον Άγγελο Κυρίου, Αββά Ζωσιμάς και Οσία Μαρία η Αιγυπτία,  Στέφανος ο Νέος, Αρσένιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού, Βάρβαρος. Μωυσής ο Αιθίωψ, Μακάριος ο Ρωμαίος, Μακάριος ο Αιγύπτιος, Αθανάσιος ο εν τω Λίθω, Ονούφριος, Εφραίμ ο Σύρος και δύο αδιάγνωστοι στυλίτες άγιοι. Η  απεικόνιση πληθώρας  αγίων αυτής της κατηγορίας  εφαρμόζεται σε νάρθηκες και λιτές καθολικών ή τράπεζες των μεγάλων μονών του 16ου αιώνα. Η διαφοροποίηση του ναού της  Μεγάρχης έγκειται στο ότι, από όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον, είναι μη μοναστηριακός. Η τάση συγκρότησης μεγάλων ομάδων μοναχών και αναχωρητών αγίων επιχωριάζει  σε ναούς του 17ου αιώνα στην πόλη της Καστοριάς και τελεί υπό την επίδραση μεταβυζαντινών ναών της  βαλκανικής. 

Επιβίωση παλαιότερων συνηθειών αποτελεί και  η τοποθέτηση  των ολόσω-μων  μορφών της κατώτερης  ζώνης, σε τρίζωνο βάθος και  κάτω από γραπτά τόξα. Η πρακτική αυτή συναντάται  σε έργα  του 14ου  και 15ου αιώνα κυρίως σε διακόσμους της Καστοριάς ή του εργαστηρίου της Καστοριάς, ενώ σπανίζει σε μνημεία του 16ου αιώνα.  Η ισχυρή επίδραση της βαλκανικής παράδοσης - ανάμνηση της ύστερης παλαιολόγειου ζωγραφικής- αναγνωρίζεται και στην χορεία των ολόσωμων στρατιωτικών αγίων  η οποία   καταλήγει στο πλέον διακριτό στοιχείο της παράδοσης αυτής, τις μνημειακές απεικονίσεις του Τρίμορφου της Δέησης και του πάτρωνα Αγίου αμέσως μετά το τέμπλο. Την συγκεκριμένη ομάδα συγκροτούν οι άγιοι Θεόδωροι (νότιος τοίχος) και οι άγιοι Σεβαστιανός, Μερκούριος, Προκόπιος, Νικήτας, Νικηφόρος, Δημήτριος και Γεώργιος (βόρειος τοίχος). 
Η αναπαραγωγή τύπων και πρακτικών του ίδιου χωροχρονικού πλαισίου αναγνωρίζεται σε εικονογραφικά σχήματα και επιμέρους λεπτομέρειες όπως ο συμφυρμός του Αγίου Μανδηλίου με τη σκηνή της Ανάληψης, η παρουσία των αγγέλων-διακόνων στον Μελισμό και ο τύπος του, σπάνια εικονιζόμενου, αγίου Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως,  αλλά  και σε επιμέρους λεπτομέρειες όπως η δόξα του  Χριστού στο Όραμα του Αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας.
Αξιοσημείωτο στοιχείο του διακόσμου αποτελεί η απεικόνιση του αγίου Λαζάρου, στην κόγχη του διακονικού. Πρόκειται για τον Λάζαρο τον Τετραήμερο της Βηθανίας, τον αναστάντα από τον Χριστό. Σύμφωνα με την ανατολική παράδοση, ο άγιος Λάζαρος μαζί με τις αδελφές του προσορμίσθηκε στην Κύπρο, όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος Κιτίου και έζησε ακόμη κάποια χρόνια, έως τη δεύτερη κοίμησή του. Μεμονωμένες παραστάσεις του Αγίου είναι σχετικά σπάνιες και συναντώνται κυρίως στην Κύπρο, χωρίς να λείπουν τα παραδείγματα εκτός της Μεγαλονήσου. Η επιλογή απεικόνισής του στο ναό της Μεγάρχης αποτελεί είτε  μια ακόμα ένδειξη των ευρύτερων οριζόντων του ζωγράφου είτε επέμβαση του συντάκτη ή εντολέα του προγράμματος. Στη δεύτερη εκδοχή δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα η συγκεκριμένη επιλογή να έχει εσχατολογικό περιεχόμενο και να υπαινίσσεται τον νεκρικό όπως και σήμερα χαρακτήρα του ναού. Ο εικονογραφικός τύπος του Λαζάρου της Μεγάρχης επαναλαμβάνεται το 1634 στο διακονικό των Ταξιαρχών στο Κριτσίνι Τρικάλων, αλλά απεικονίζοντας τον όσιο Λάζαρο τον ζωγράφο ο οποίος συνοδεύεται από το προσωνύμιο "ιστοριογράφος ". 
Άξια, ίσως μεγαλύτερης προσοχής,  είναι και η παράσταση του αγίου Σεβα-στιανού στο βόρειο τοίχο, αμέσως μετά τον άγιο Μερκούριο. Ο "βέλεσι τοξευθείς" άγιος Σεβαστιανός είναι ένα δυτικής προέλευσης θέμα, ιδιαίτερα προσφιλές κατά την Αναγέννηση και την εποχή του Μπαρόκ. Η απεικόνιση του μάρτυρα-θεραπευτή της χολέρας διαδόθηκε μέσω κρητικών εικόνων του 15ου αι. σε ορθόδοξες χριστιανικές περιοχές που βρίσκονταν στο περιθώριο της Οθωμανικής κυριαρχίας ή υπό βενετική κυριαρχία. Στην εντοίχια ζωγραφική εμφανίζεται τον 16ο και 17ο αιώνα. Η απεικόνιση του εντάχθηκε  νωρίς τόσο σε τοιχογραφίες Κρητικών ζωγράφων, όσο και σε έργα περιοχών με διαφορετική παράδοση. Συμπεριλήφθηκε σε διάφορους τοιχογραφικούς  διακόσμους, μεταξύ των οποίων αυτοί της Μονής Ντίλιου στη Νήσο Ιωαννίνων (1543), της Μονής Σταυρονικήτα στο Άγιον Όρος (1546) και της Μονής Βαρλαάμ στα Μετέωρα (1544) . 
Ο ζωγράφος ή οι ζωγράφοι του μνημείου μας όμως δεν φαίνεται να αντλούν τα πρότυπά τους από τα παραδείγματα αυτά, και δη των γειτονικών Μετεώρων. Στην εκτίμηση αυτή οδηγούν στοιχεία όπως η αντιπαραβολή της παράστασης του Οσίου Αθανασίου του εν τω Λίθω, όπου, από επιλογή ή από παρανάγνωση, υιοθετείται ο εικονογραφικός τύπος του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Η εκλεκτιστική διάθεσή του ως προς τις εικονογραφικές πηγές, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε επικεντρώ-νονται σε παλαιολόγεια πρότυπα  βόρειων περιοχών,  αντανακλάται στην απόδοση στρατιωτικών μορφών. Επιμέρους στοιχεία, ωστόσο, όπως τα ανάγλυφα φωτοστέφανα στις παραστάσεις της Κοίμησης της Θεοτόκου και του αγίου Νικολάου παραπέμπουν στο κλίμα έργων που υπογράφονται ή αποδίδονται στον Φράγκο Κατελάνο και στον κύκλο του, όπως αυτό  του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ. Συνάφεια με διακόσμους τους ρεύματος αυτού διαπιστώνεται  και σε στυλιστικό επίπεδο, στα σωζόμενα τμήματα των αφηγηματικών σκηνών. Η σχεδιαστική δεινότητα του ζωγράφου αποτυπώνεται σε σχήματα όπως αυτό του Χριστού στο Όραμα του Πέτρου Αλεξανδρείας που σχεδιάζεται σε βαθιά κάμψη και στη ρεαλιστική απόδοση του σώματος του αγίου Σεβαστιανού. Η ικανότητα τεχνικής εκτέλεσης και η ποιότητα της τέχνης του, ωστόσο, διακρίνεται στο εκλεπτυσμένο πλάσιμο και στην εξιδανικευμένη ομορφιά των προσώπων του αγίου Στεφάνου, των αγγέλων-διακόνων στο Μελισμό και κυρίως σε εκείνο του τιμώμενου αγίου που αποπνέει ευγένεια και υψηλό ήθος. 
Ορθή χρονική αντίληψη της Θείας Λειτουργίας διαπιστώνεται στην αλληλουχία των κειμένων στα ειλητάρια που κρατούν οι ιεράρχες - αν και με αντιστροφή των μορφών που τα κρατούν. Το στοιχείο αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα τη λογιωσύνη του ζωγράφου αλλά είτε το ενδεχόμενο απόθεμα ανθιβόλων είτε την καθοδήγησή του από κάποιο πρόσωπο της  εκκλησίας. Την ελλιπή μόρφωσή του αντανακλά το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις υιοθετεί την φωνητική απόδοση των ονομάτων, της καθημερινότητάς του. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις προσωνυμίων όπως ο Εγυπτέος, Γληγόριος, Αιθίοψ ή Νικόλαος της Γλικίας. Η τουλάχιστον δύο φορές  χρήση του ανάποδου Ν, όπως υποστηρίχθηκε σε αντίστοιχη περίπτωση στη Μονή Ευαγγελιστρίας Ζαγορίου, ενισχύει την πιθανότητα καταγωγής του από εξαρτώμενη από την επισκοπή της Αχρίδας περιοχή.   
Την ταυτότητα του ικανού ως προς την τέχνη του ζωγράφου δεν τη γνωρίζουμε. Χάρη σε μια ευνοϊκή συγκυρία, ωστόσο, γνωρίζουμε το χρόνο του έργου του στη Μεγάρχη.
Η  σβησμένη, στο κατώτερο τμήμα της κτιτορική επιγραφή διέσωσε το ίχνος, του από κτίσεως κόσμου, έτους ΖΜ, η αναγωγή του οποίου μας δίνει το έτος 1531/2. Η ορθότητα της εκτίμησης αυτής μπορεί να εξακριβωθεί μόνο μετά από καθαρισμό και ειδική φωτογράφηση. Στην περίπτωση επιβεβαίωσής της, η χρονολόγηση που προκύπτει είναι εξαιρετικής σημασίας τόσο για την ιστορία της τέχνης της περιοχής όσο και για τα όσα γνωρίζαμε έως τώρα, για πρότυπα σχολών και ρευμάτων που αναπτύχθηκαν προηγουμένως. Οι καλλιτεχνικών αξιώσεων τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Νικολάου ανήκουν στους παλαιότερους χρονολογημένους διακόσμους της περιοχής. Η σβησμένη στο κατώτερο τμήμα της επιγραφή, εάν το εμφανές τμήμα της δεν είναι αποτέλεσμα επιζωγράφησης, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να πρόκειται απάλειψη της μνείας του ιεράρχη χορηγού-αφιερωτή αλλά και του ζωγράφου. Το στοιχείο αυτό συμπλέει με την άποψη, περί υποστήριξης συγκεκριμένων δημιουργών και ζωγραφικών ρευμάτων από ισχυρούς εκκλησιαστικούς παράγοντες και μεγάλες αρχοντικές οικογένειες του 16ου αιώνα, για την επιβολή της τέχνης αυτών των ζωγράφων εις βάρος άλλων. Ο καθαρισμός και η συντήρηση των τοιχογραφιών που έχει δρομολογηθεί ίσως διαφωτίσει περισσότερο στο ζήτημα αυτό.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου στη Μεγάρχη Τρικάλων.
Της Ελένης Τσιμπίδα, Αρχαιολόγος

Πρώτες παρατηρήσεις σε ένα άγνωστο σύνολο τοιχογραφιών του 16ου αιώνα. 
Ο Άγιος Νικόλαος βρίσκεται στο κέντρο της μεγάρχης Και αποτελεί τον κοιμητηριακός ναός του οικισμού. Πρόκειται για μονόχωρο κεραμοσκεπές κτίσμα με μεταγενέστερης κατασκευής κλειστό νάρθηκα, στη δυτική και νότια πλευρά του. Τόσο ο ναός όσο και οι τοιχογραφίες του που εμφανίζουν αρκετές φθορές, στο παρελθόν, έχουν χρονολογηθεί στο 19ο αιώνα. Η επανεξέταση του μνημείου Ωστόσο κατέδειξε επάλληλες οικοδομικές φάσεις Ενώ η διάρθρωση του προγράμματος, το εικονογραφικό θεματολόγιο και επιμέρους στοιχεία του ανυπόγραφο τοίχο γραφικού διακόσμου που επιτρέπουν τη σύνδεση του με έργα του δέκατου έκτου αιώνα που Συνεχίζουν την παλαιολόγεια παράδοση της Μείζονος Μακεδονίας. 

Από το 11ο  Συμπόσιο Τρικαλινών Σπουδών του Φιλολογικού Ιστορικού Λογοτεχνικού Συνδέσμου (ΦΙΛΟΣ) Τρικάλων.

 *το κείμενο για το ναό του Αγίου Νικολάου αναπαράγει την υπό δημοσίευση ανακοίνωση της γράφουσας στην επιστημονική συνάντηση με θέμα: «Εκκλησία και Τέχνη στη Θεσσαλία τον 16ο αιώνα», που πραγματοποιήθηκε στο Διαχρονικό Μουσείο 1 και 2 Μαρτίου 2019 με αφορμή το κλείσιμο της περιοδικής έκθεσης «Ελπίδα και Πίστη».