Η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται σήμερα στούς ναούς μας το πρωί αλλά και το απόγευμα των καθημερινών της Τεσσαρακοστής, συνήθως Τετάρτη και Παρασκευή, για να δίδεται η ευκαιρία στους πιστούς, της καθημερινής προσευχής αλλά και της συχνής Θείας Κοινωνίας.

Ως συγγραφείς της Προηγιασμένης φέρονται ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ο Μ. Βασίλειος, ο Επιφάνιος Κύπρου, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, συνηθέστερα δε ο Πάπας Ρώμης Γρηγόριος ο Διάλογος ή ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός ο Α΄. Σύμφωνα όμως με τη νεώτερη και σύγχρονη έρευνα κανείς απ’ αυτούς δεν συγκεντρώνει πιθανότητες να είναι ο συγγραφέας της. Pope Gregory I.jpg,Γρηγόριος ο Διάλογος
Πάπας Ρώμης.

Κοινωνούσαν δηλαδή οι πιστοί απαραιτήτως κάθε Κυριακή και κάθε Σάββατο και ενδιαμέσως της εβδομάδος όσες φορές ετελείτο η Θεία Λειτουργία. Αν πάλι δεν ήταν δυνατόν να τελεσθεί ενδιαμέσως της εβδομάδος η Θεία Λειτουργία, τότε οι πιστοί και ιδιαίτερα οι μοναχοί που ήταν σε απομακρυσμένες περιοχές, κρατούσαν μερίδες από την Θεία Κοινωνία της Κυριακής και κοινωνούσαν μόνοι τους ενδιαμέσως της εβδομάδος, έθιμο που το επιδοκιμάζει και ο Μέγας Βασίλειος.

Έτσι λοιπόν εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα στα μοναστήρια μας, αρχίζει να διαμορφώνεται σιγά-σιγά μία μικρά ακολουθία. Όλοι μαζί προσεύχονταν πριν την Θείας Κοινωνίας και όλοι μαζί ευχαριστούσαν τον Θεό που τούς αξίωσε να μεταλάβουν των Θείων Δώρων. Αν υπήρχε και ιερεύς, αυτός τούς προσέφερε την Θεία Κοινωνία. Αυτό γίνονταν μετά την ακολουθία του εσπερινού η της Θ' ώρας (3 μ.μ.), γιατί οι μοναχοί έτρωγαν συνήθως μια φορά την ημέρα, μετά τον εσπερινό.

Ας έρθουμε τώρα στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η Θεία Λειτουργία κατά την περίοδο αυτή ετελείτο μόνον κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Παλαιό έθιμο επικυρωμένο από εκκλησιαστικούς κανόνες απαγόρευε την τέλεση της Θείας Λειτουργίας κατά τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδος, γιατί αυτές ήσαν ημέρες νηστείας και πένθους.
Η λύσις ήδη υπήρχε και αρχικά ξεκίνησε από τα μοναστήρια μας για να βρει όμως πρόσφορο έδαφος και στις νεοϊδρυθείσες μορφές "Ενοριών" εκείνης της εποχής. Οι πιστοί θα κοινωνούσαν από προηγιασμένα Άγια Δώρα τις ενδιάμεσες ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, που ήσαν ημέρες απόλυτης νηστείας, δηλαδή την εποχή εκείνη σήμαινε πλήρη αποχή τροφής μέχρι την δύση του ηλίου. Η κοινωνία λοιπόν θα έπρεπε να "κατακλείσει" την νηστεία, να γίνει δηλαδή μετά την ακολουθία του εσπερινού.
Η διαμόρφωση της αναγκαίας, για εκείνη την εποχή, Θείας Λειτουργίας Προηγιασμένων Δώρων, που δεν έπαψε όμως ούτε στις μέρες μας να έχει την πρακτική της, μέσα στο όλο πλαίσιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της έδωσε ένα έντονο «πενθηρό», κατά τον Θεόδωρο Στουδίτη, χαρακτήρα (ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων). Με τον εσπερινό συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οι ιερείς φέρουν πένθιμα άμφια, η Αγία Τράπεζα και τα Τίμια Δώρα είναι σκεπασμένα με μαύρα ή μώβ καλύμματα, οι ευχές είναι γεμάτες ταπείνωση και συντριβή.«Μυστικώτερα εις παν η τελετή γίνεται» (κατά τον Θεόδωρο Στουδίτη)
Ας δούμε τώρα από πιο κοντά τη λειτουργία των Προηγιασμένων, όπως τελείται σήμερα στους ναούς μας. Κατά τη διάρκεια της Προσκομιδής του Σαββάτου ή της Κυριακής, ο ιερέας εκτός από την μία μερίδα του Αμνού-Χριστού, που προετοιμάζει από το πρόσφορο, εξάγει τόσες άλλες μερίδες Αμνών, όσες Προηγιασμένες πρόκειται να τελέσει εντός της εβδομάδας και τις τοποθετεί στον άγιο δίσκο. Κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων (δηλαδή όταν εκφωνεί το «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν…» και διαβάζει την ευχή της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος), ευλογεί και υψώνει όλες τις μερίδες, οι οποίες και μεταβάλλονται σε Σώμα Χριστού. Μελίζει όμως μόνο τον πρώτο Αμνό και ρίπτει την μερίδα και το ζέον στο Άγιο Ποτήριο για την κοινωνία των πιστών μετά από λίγο. Στη συνέχεια λαμβάνοντας με το αριστερό χέρι τους άλλους και αναστρέφοντάς τους ενσταλάζει με την αγία Λαβίδα Τίμιον Αίμα στο μέρος που χάραξε το σταυρό. Οι μερίδες αυτές τοποθετούνται ανεστραμμένες και φυλάσσονται στο Αρτοφόριο πάνω στην αγία τράπεζα για τις λειτουργίες των Προηγιασμένων της εβδομάδας. Παλαιότερα φυλάσσονταν στο διακονικό. Τίμιον Αίμα δεν διατηρείται. Επίσης απαγορεύεται αυστηρά να μεταφερθούν Προηγιασμένα Δώρα από το ναό στον οποίο καθαγιάστηκαν σε άλλο προκειμένου να τελεστεί στον δεύτερο η λειτουργία των Προηγιασμένων ή να τελεστεί και με τμήμα μόνο του αμνού.
Ήδη επισημάναμε μέχρι εδώ τα δύο λειτουργικά στοιχεία που συνθέτουν τη λειτουργία των προηγιασμένων: την ακολουθία του Εσπερινού και τη Θεία Κοινωνία. Το πρώτο μέρος της αποτελεί ο συνήθης εσπερινός της Τεσσαρακοστής, με μικρές μόνο τροποποιήσεις: Διακόπτεται στα αναγνώσματα και δεν ψάλλονται απόστιχα όπως τη Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη. Ο ιερέας κατά την ψαλμωδία της Θ' ώρας ενδύεται την πένθιμη ιερατική του στολή και θυμιάζει. Η έναρξη της Προηγιασμένης γίνεται με το«Ευλογημένη η βασιλεία...», όπως σε κάθε Θεία Λειτουργία. Διαβάζεται ο Προοιμιακός, ο 103ος δηλαδή ψαλμός «Eυλόγει, ἡ ψυχή μου τον Κύριον, Κύριε ο Θεός μου εμεγαλύνθης σφόδρα...». Ύστερα ο ιερέας καλεί το λαό σε προσευχή: «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν», τα ειρηνικά. Ακολουθεί η ανάγνωση του ΙΗ' καθίσματος του Ψαλτηρίου, «Προς Κύριον εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα και εισήκουσέ μου...» (Ψαλμοί 119-133). Είναι το τμήμα του Ψαλτηρίου που έχει καθορισθεί να αναγιγνώσκεται κατά τους εσπερινούς της Τεσσαρακοστής.
Ο ιερέας εν τω μεταξύ ενώ διαβάζεται η πρώτη στάση του ΙΗ΄ Καθίσματος, (το οποίο επέχει εδώ θέση αντιφώνων) ετοιμάζει τα Προηγιασμένα από τη λειτουργία της προηγούμενης Κυριακής Τίμια Δώρα. Αποθέτει τον Άγιο Άρτο στο Δισκάριο, εγχέει οίνο και ύδωρ στο Άγιο Ποτήριο και τα καλύπτει. Ο εσπερινός συνεχίζεται με την ψαλμωδία των ψαλμών 140 και 141 «Κύριε εκέκραξα…» και«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου…» και των κατανυκτικών τροπαρίων, που παρεμβάλλονται στους τελευταίους στίχους των ψαλμών αυτών και γίνεται η είσοδος μετά του Ευαγγελίου, οπότε διαβάζεται ο αρχαίος ύμνος «Φως ιλαρόν». Διαβάζονται στη συνέχεια δύο αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη, ένα από το βιβλίο της Γενέσεως και ένα από τις Παροιμίες. Μάλιστα κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα τα αναγνώσματα λαμβάνονται από το βιβλίο της Εξόδου και του Ιώβ.

Στο σημείο αυτό ανάβουν και τα φώτα του ναού και η εσπερινή ακολουθία διακόπτεται. Στη συνέχεια ψάλλεται με κατανυκτική ψαλμωδία το «Κατευθυνθήτω», ήτοι ο δεύτερος στίχος του 140ού ψαλμού και επέχει θέση προκειμένου του αποστόλου ή αλληλουαρίου, γι αυτό και μετά από αυτό αναγινώσκεται το ευαγγελικό ανάγνωσμα στις Προηγιασμένες της Μεγάλης Εβδομάδας και ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο στις μνήμες των εορταζομένων αγίων. Ψάλλεται μετά από τα αναγνώσματα έξι φορές (ως υπόμνημα της διαρκούς και αδιαλείπτου προσευχής) από τον ιερέα και τους χορούς, ενώ ο ιερέας θυμιάζει την αγία τράπεζα και το λαό: «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή». Δε χωρεί αμφιβολία ότι η εκτενής αυτή προσευχή εν μέσω του πνευματικού αγώνα της Μ. Τεσσαρακοστής είναι το κλειδί του θείου φωτισμού και προϋπόθεση της μυστικής εμπειρίας των απορρήτων μυστηρίων του Θεού.

Κατόπιν η Ακολουθία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων εξελίσσεται περίπου όπως και αυτή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ή του Μεγάλου Βασιλείου με μικρές αλλαγές όμως, κυρίως στις ευχές του Χερουβικού, της Οπισθάμβωνος και άλλες ευχές, ενώ το "Δι' ευχών" λέγεται από τον ιερέα μετά την διανομή του προηγιασμένου αντιδώρου των ώρα που οι ψάλτες αναγιγνώσκουν τον λγ΄(33ο) και ρμδ΄(144ο) ψαλμό.
************************
Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μη μοι δως. Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω.
Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Καλή Αγία & Μεγάλη Τεσσαρακοστή.