Σας καλωσορίζουμε στο επίσημο ιστολόγιο του Ι.Ν. Αναλήψεως Μεγάρχης - Σας Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη σας.

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Το Ευαγγέλιο της Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020


Κατά Λουκά Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΚΓ'(23) 1-31

Καὶ ἀναστὰν ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.
ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι.

ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· σὺ λέγεις.
ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.
οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε.

Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι,
καὶ ἐπιγνοὺς ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας ῾Ηρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν αὐτὸν πρὸς ῾Ηρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις.
ὁ δὲ ῾Ηρῴδης ἰδὼν τὸν ᾿Ιησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον.
ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ.
εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ ῾Ηρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.
ἐγένοντο δὲ φίλοι ὅ τε ῾Ηρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς.

Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν
εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ.
ἀλλ᾿ οὐδὲ ῾Ηρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ.
παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.
ἀνάγκην δὲ εἶχεν ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα.
ἀνέκραξαν δὲ παμπληθεὶ λέγοντες· αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν·
ὅστις ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον βεβλημένος εἰς τὴν φυλακήν.
πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε, θέλων ἀπολῦσαι τὸν ᾿Ιησοῦν.
οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν.
ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.
οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων.
ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν,
ἀπέλυσε δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν, ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν παρέδωκε τῷ θελήματι αὐτῶν.

Καὶ ὡς ἀπήγαγον αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ἐρχομένου ἀπ᾿ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ ᾿Ιησοῦ.
ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν, αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν αὐτόν.
στραφεὶς δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· θυγατέρες ῾Ιερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν.
ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν, καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν.
τότε ἄρξονται λέγειν τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς·
ὅτι εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται;


Νεοελληνική Απόδοση
Ο Ιησούς μπροστά στον Πιλάτο

Και αφού σηκώθηκε όλο το πλήθος αυτών των συνέδρων, τον οδήγησαν στον Πιλάτο.
Άρχισαν τότε να τον κατηγορούν, λέγοντας: «Τούτον τον βρήκαμε να διαστρέφει το έθνος μας και να εμποδίζει να δίνουμε φόρους στον Καίσαρα και να λέει πως ο εαυτός του είναι Χριστός βασιλιάς».
Ο Πιλάτος λοιπόν τον ρώτησε λέγοντας: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Εκείνος του αποκρίθηκε και είπε: «Εσύ το λες».
Τότε ο Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και προς τους όχλους: «Κανένα αίτιο καταδίκης δε βρίσκω στον άνθρωπο τούτο».
Εκείνοι επέμεναν λέγοντας: «Ξεσηκώνει το λαό διδάσκοντας σε όλη την Ιουδαία και, αφού άρχισε από τη Γαλιλαία, έφτασε ως εδώ».

Ο Ιησούς μπροστά στον Ηρώδη

Ο Πιλάτος τότε, όταν το άκουσε, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος
και, όταν έμαθε ότι είναι από μέρος της εξουσίας του Ηρώδη, τον παράπεμψε προς τον Ηρώδη, που ήταν και αυτός στα Ιεροσόλυμα αυτές τις ημέρες.
Ο Ηρώδης, λοιπόν, όταν είδε τον Ιησού, χάρηκε πολύ, γιατί ήθελε συνεχώς από αρκετά χρόνια να τον δει, επειδή άκουγε γι’ αυτόν και έλπιζε κάποιο θαυματουργικό σημείο να δει να γίνεται από αυτόν.
Τον επερωτούσε λοιπόν με αρκετά λόγια, αλλά αυτός τίποτα δεν του αποκρίθηκε.
Είχαν σταθεί τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον κατηγορούσαν έντονα.
Και αφού τον εξουθένωσε και ο Ηρώδης μαζί με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, τον έντυσε με λαμπρό ένδυμα και τον ξανάστειλε στον Πιλάτο.
Έγιναν τότε φίλοι ο Ηρώδης και ο Πιλάτος αυτήν την ημέρα μεταξύ τους. Γιατί προϋπήρχε έχθρα του ενός προς τον άλλο.

Ο Ιησούς καταδικάζεται σε θάνατο

Ο Πιλάτος, λοιπόν, αφού συγκάλεσε τους αρχιερείς και τους άρχοντες και το λαό,
είπε προς αυτούς: «Φέρατε προς εμένα τον άνθρωπο αυτό σαν έναν που αποπλανά το λαό, και ιδού, εγώ μπροστά σας τον ανάκρινα και δε βρήκα σ’ αυτόν τον άνθρωπο κανένα αίτιο κατηγορίας από όσα κατηγορείτε εναντίον του.
Αλλά ούτε κι ο Ηρώδης, γιατί τον ξανάστειλε προς εμάς, και ιδού, τίποτα άξιο θανάτου δεν έχει πράξει αυτός.
Αφού τον παιδέψω, λοιπόν, θα τον απολύσω».
Είχε μάλιστα υποχρέωση να τους απολύει έναν κατά την εορτή.
Τότε όλο το πλήθος έκραξε δυνατά, λέγοντας: «Αφάνιζε αυτόν και απόλυσέ μας το Βαραβά»
– ο οποίος ήταν ριγμένος στη φυλακή για κάποια στάση που έγινε στην πόλη και για φόνο.
Πάλι τότε ο Πιλάτος φώναξε προς αυτούς, επειδή ήθελε να απολύσει τον Ιησού.
Εκείνοι φώναζαν δυνατά, λέγοντας: «Σταύρωνε, σταύρωνε αυτόν».
Εκείνος για τρίτη φορά είπε προς αυτούς: «Γιατί, τι κακό έκανε αυτός; Κανένα αίτιο θανάτου δε βρήκα σ’ αυτόν. Αφού τον παιδέψω, λοιπόν, θα τον απολύσω».
Εκείνοι επέμεναν με φωνές μεγάλες, ζητώντας αυτός να σταυρωθεί, και υπερίσχυαν οι φωνές τους.
Και έτσι ο Πιλάτος αποφάσισε να γίνει το αίτημά τους:
απόλυσε, λοιπόν, αυτόν που είχε ριχτεί στη φυλακή για στάση και φόνο, τον οποίο ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον παράδωσε στο θέλημά τους.

Η σταύρωση του Ιησού

Και καθώς τον οδηγούσαν, έπιασαν κάποιο Σίμωνα Κυρηναίο, που ερχόταν από τον αγρό, και επέθεσαν σε αυτόν το σταυρό, για να τον φέρει πίσω από τον Ιησού.
Τον ακολουθούσε μάλιστα πολύ πλήθος από το λαό και από γυναίκες που χτυπούσαν τα στήθη τους και τον θρηνούσαν.
Στράφηκε τότε προς αυτές ο Ιησούς και είπε: «Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα. Αλλά για τους εαυτούς σας να κλαίτε και για τα παιδιά σας,
γιατί ιδού, έρχονται ημέρες κατά τις οποίες θα πουν: Μακάριες οι στείρες και οι κοιλιές που δε γέννησαν και οι μαστοί που δεν έθρεψαν.
Τότε θα αρχίσουν να λένε στα όρη: Πέστε πάνω μας, και στους λόφους: Καλύψτε μας.
Γιατί αν στο υγρό ξύλο κάνουν αυτά, στο ξερό τι θα γίνει;»