Σας καλωσορίζουμε στο επίσημο ιστολόγιο του Ι.Ν. Αναλήψεως Μεγάρχης - Σας Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη σας.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Το Ευαγγέλιο της Τετάρτης 19 Φεβρουαρίου 2020


Κατά Μάρκο Άγιο Ευαγγέλιο, Κεφάλαιο ΙΔ'(14) 43-72

Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, παραγίνεται ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων.

δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς.
καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ραββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.

Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον.
καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με·

καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί.
καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες.

Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι.
ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν.

Καὶ ἀπήγαγον τὸν ᾿Ιησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς.
καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς.

Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον·
πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν.

καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες
ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω.

καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν.
καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν ᾿Ιησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;
ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;

ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.

ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;
ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου.
Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ραπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον.

Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν τῇ αὐλῇ ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως,
καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· καὶ σὺ μετὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ ἦσθα.

ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε.
καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν.

ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει.

ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε. καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε.
καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ρῆμα ὃ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε.


Νεοελληνική Απόδοση
Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού

Και ευθύς, ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, παρουσιάζεται ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος με μάχαιρες και ξύλα από μέρους των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων.

Αυτός που θα τον παράδινε είχε δώσει μάλιστα σύνθημα σ’ αυτούς λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι. κρατήστε τον και οδηγήστε τον στο δικαστήριο με ασφάλεια».

Και αφού ήρθε, ευθύς πλησίασε σε αυτόν και του λέει: «Ραβί», και τον καταφίλησε.
Εκείνοι έβαλαν τα χέρια πάνω του και τον κράτησαν.

Ένας τότε, κάποιος από αυτούς που είχαν σταθεί εκεί κοντά, αφού τράβηξε τη μάχαιρα, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του αφαίρεσε το αυτί.

Και έλαβε το λόγο ο Ιησούς και τους είπε: «Σαν ενάντια σε ληστή εξήλθατε με μάχαιρες και ξύλα, για να με συλλάβετε;

Κάθε ημέρα ήμουν κοντά σας, διδάσκοντας μέσα στο ναό, και δε με κρατήσατε. Αλλά αυτό έγινε, για να εκπληρωθούν οι Γραφές».

Και τότε τον άφησαν και έφυγαν όλοι.

Ο νεαρός που διέφυγε
Και κάποιος νεαρός ακολουθούσε μαζί του περιτυλιγμένος με σεντόνι πάνω στο γυμνό του σώμα. και τον κρατούν.

Εκείνος εγκατέλειψε το σεντόνι και έφυγε γυμνός.

Ο Ιησούς μπροστά στο μεγάλο συνέδριο

Και οδήγησαν τον Ιησού προς τον αρχιερέα, και συνέρχονται όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.
Και ο Πέτρος από μακριά τον ακολούθησε ως μέσα στην αυλή του αρχιερέα, και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες και θερμαινόταν κοντά στο φως της φωτιάς.

Οι αρχιερείς, λοιπόν, και όλο το συνέδριο ζητούσαν μαρτυρία κατά του Ιησού, για να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν.

Γιατί πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, αλλά οι μαρτυρίες δεν ήταν σύμφωνες.
Και μερικοί, αφού σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του λέγοντας:

«Εμείς τον ακούσαμε να λέει: Εγώ θα καταστρέψω το ναό τούτο το χειροποίητο και μέσα σε τρεις ημέρες άλλο αχειροποίητο θα οικοδομήσω».

Αλλά ούτε έτσι δεν ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους.

Και τότε σηκώθηκε ο αρχιερέας στο μέσο και επερώτησε τον Ιησού λέγοντας: «Δεν αποκρίνεσαι τίποτα; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;»

Εκείνος σιωπούσε και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Πάλι ο αρχιερέας τον επερωτούσε και λέει σ’ αυτόν: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Ευλογητού;»

Ο Ιησούς τότε είπε: «Εγώ είμαι, και θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου από τα δεξιά να κάθεται της Δύναμης και να έρχεται μαζί με τις νεφέλες του ουρανού».


Ο αρχιερέας τότε, αφού ξέσχισε τους χιτώνες του, λέει: «Τι ανάγκη έχουμε ακόμα από μάρτυρες;

Ακούσατε τη βλαστήμια. Τι σας φαίνεται;» Εκείνοι όλοι τον κατάκριναν πως είναι ένοχος θανάτου.

Και άρχισαν μερικοί να τον φτύνουν και να περικαλύπτουν το πρόσωπό του και να τον χαστουκίζουν και να του λένε: «Προφήτεψε». Και οι υπηρέτες τον πήραν στα χαστούκια.

Ο Πέτρος απαρνείται τον Ιησού

Και ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω στην αυλή, έρχεται μία από τις μικρές δούλες του αρχιερέα
και, όταν είδε τον Πέτρο να θερμαίνεται, τον κοίταξε μέσα στα μάτια και του λέει: «Κι εσύ μαζί με το Ναζαρηνό ήσουν, τον Ιησού».

Εκείνος το αρνήθηκε λέγοντας: «Ούτε ξέρω ούτε καταλαβαίνω εσύ τι λες». Και βγήκε έξω στο προαύλιο. Και λάλησε ένας πετεινός.

Και η μικρή δούλη, όταν τον είδε, άρχισε πάλι να λέει σ’ όσους είχαν σταθεί εκεί: «Αυτός είναι από αυτούς».

Εκείνος πάλι αρνιόταν. Και μετά από λίγο, πάλι όσοι είχαν σταθεί εκεί, έλεγαν στον Πέτρο: «Αλήθεια, από αυτούς είσαι, γιατί είσαι και Γαλιλαίος».

Εκείνος άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται: «Δεν ξέρω τον άνθρωπο τούτον που λέτε».
Και ευθύς για δεύτερη φορά ένας πετεινός λάλησε. Και θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο καθώς του είπε ο Ιησούς: «Πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, τρεις θα με απαρνηθείς» – και αφού έπεσε πάνω στη γη, έκλαιγε.