Σας καλωσορίζουμε στο επίσημο ιστολόγιο του Ι.Ν. Αναλήψεως Μεγάρχης - Σας Ευχαριστούμε πολύ για την επίσκεψη σας.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Διδακτικές Ιστορίες από το Γεροντικό



Η Κρυμμένη Ευτυχία

Στην αρχή του χρόνου συγκεντρώθηκαν τα ταγκαλάκια, όπως τα αποκαλούσε ο Άγιος Παΐσιος, και αποφάσισαν να κάνουν μια φάρσα με τους ανθρώπους. Ένα από αυτά είπε:

-Τι θα λέγατε να κάναμε λίγη «πλάκα» με τους ανθρώπους, αφαιρώντας τους κάτι;



-Και τι μπορούμε να τους αφαιρέσουμε; είπε κάποιο άλλο.

Μετά από πολλή σκέψη το πιο μικρό είπε: Ας τους πάρουμε την ευτυχία. Το πρόβλημα όμως είναι πού να την κρύψουμε, ώστε να μην τη βρούνε.

Κάποιο πρότεινε: Να την κρύψουμε στην κορυφή του ψηλότερου βουνού του κόσμου.

-Όχι. Είπε κάποιο άλλο. Οι άνθρωποι διαθέτουν τεράστια δύναμη. Κάποιος θα μπορούσε να πάει να τη βρει και τότε όλοι θα μπορούσαν να ξέρουν πού να την αναζητήσουν.

-Τότε να την κρύψουμε στο βυθό της θάλασσας, πρότεινε ένα άλλο ταγκαλάκι.

-Όχι, έχουν υπερσύγχρονα υποβρύχια και πολύ σύντομα θα τη βρούνε, αντέτεινε το πρώτο.
-Να τη φυγαδέψουμε σε ένα μακρινό πλανήτη, πρότειναν εν χορώ κάποια άλλα.

-Τα διαστημόπλοια πάνε κι έρχονται στο διάστημα. Θα την ανακαλύψουν και θα επαίρονται και θα αλαλάζουν ως νέοι μαραθωνοδρόμοι…

Ένα ταγκαλάκι καθόταν σιωπηλό, ακούγοντας προσεκτικά και αναλύοντας σοβαρά κάθε πρόταση.

-Νομίζω, είπε στοχαστικά, υπάρχει ένας χώρος τον οποίο οι άνθρωποι ποτέ δεν θα τον ψάξουν.
Όλα ξαφνιάστηκαν, αλληλοκοιτάχτηκαν και ρώτησαν ταυτόχρονα.

-Πού δεν θα ψάξουν;

-Βαθιά μέσα τους. Εκεί θα κρύψουμε την ευτυχία. Οι άνθρωποι θα είναι τόσο απασχολημένοι ψάχνοντας παντού, πέρα από τους εαυτούς τους, που ποτέ δεν θα τη βρούνε!

Όλα τα ταγκαλάκια συμφώνησαν. Από τότε ο άνθρωπος δαπανά τη ζωή του ψάχνοντας για την ευτυχία του χωρίς να γνωρίζει ότι αυτή βρίσκεται μόνο μέσα του.

«Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν». (Λουκ 17,21).


Πώς είναι ο Θεός;

Ένας νέος πήγε σ' έναν σοφό γέροντα και τον παρακάλεσε θερμά:

-Με απασχολεί το ερώτημα: Υπάρχει Θεός; Ειπέ μου, σε παρακαλώ! Εσύ το πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός;

-Και βέβαια το πιστεύω, του απάντησε ο γέροντας.
-Και ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, το πιστεύεις κι αυτό;

-Και βέβαια, το πιστεύω.

-Και τον Θεό ποιος τον έφτιαξε;

-Εσύ, του απάντησε σοβαρά και ξερά ο γέροντας.

Ο νεαρός σοκαρίστηκε με την απάντηση του γέροντα.
Τον ρώτησε και πάλι λοιπόν:
-Γέροντα, εγώ σε ρωτάω σοβαρά, του είπε. Κι εσύ μου λες πως εγώ έφτιαξα το Θεό.

-Μα κι εγώ σοβαρά σου μιλάω, του απάντησε ο γέροντας. Πολύ σοβαρά. Και πρόσεξε γιατί. Εσύ μ’ όλ’ αυτά που με ρωτάς, δείχνεις πως δεν ψάχνεις να βρεις το Θεό όπως είναι. Εσύ ψάχνεις να βρεις έναν Θεό όπως τον θέλεις εσύ, όπως τον φαντάζεσαι εσύ, κομμένον στα μέτρα σου. Αυτόν τον Θεό λοιπόν θα τον έχεις φτιάξει εσύ. Δεν θα είναι ο αληθινός Θεός. Και πρόσθεσε ο άγιος αυτός γέροντας:

-Ψάξε να βρεις τον αληθινό Θεό, παιδί μου. Να Τον δεχτείς όπως είναι. Μην Τον θέλεις όπως εσύ τον φαντάζεσαι. Προσπάθησε να γίνεις εσύ όπως σε θέλει ο Θεός. Προσπάθησε να Τον καταλάβεις όπως είναι. Και ν’ αγαπήσεις το θέλημά Του, όπως είναι.

Ο Ασκητής και ο Ληστής

Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, ο οποίος ασκήτευσε σ’ ένα έρημο τόπο 70 χρόνια με νηστεία, παρθενία και αγρυπνία.

Στα τόσα δε χρόνια που δούλευε στο Θεό δεν αξιώθηκε να δει καμία οπτασία και αποκάλυψη εκ Θεού. Και σκέφθηκε, λέγοντας τούτο:

«Μήπως για καμίαν αφορμή που δεν ξέρω εγώ δεν αρέσει του Θεού η άσκησή μου, και η εργασία μου είναι απαράδεκτη· γιά τούτο δεν μπορώ να έχω αποκάλυψη και να δω κανένα μυστήριο:».

Αυτά λογιζόμενος ο γέροντας άρχισε να δέεται και να παρακαλεί το Θεό περισσότερο, προσευχόμενος και λέγοντας:
 «Κύριε εάν σου αρέσει η άσκησή μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαί σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, να χαρίσεις και σε μένα κάποιο από τα χαρίσματά σου, για να πληροφορηθώ με μία φανέρωση ενός μυστηρίου ότι άκουσες τη δέησή μου, για να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητική μου ζωή».

Ενώ τα έλεγε αυτά ο άγιος γέροντας και παρακαλούσε, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει: «Αν και αγαπάς και θέλεις να δεις τη δόξα μου, πήγαινε μέσα στη βαθύτατη έρημο και θα σου αποκαλυφθούν μυστήρια».

Όταν άκουσε αυτή τη φωνή ο γέροντας, βγήκε από το κελλί του. Αφού απομακρύνθηκε, τον συνάντησε ένας ληστής, ο οποίος όταν είδε τον άββα, όρμησε με βία εναντίον του, θέλοντας να τον σκοτώσει. Όταν τον έπιασε, του είπε : «Σε καλή ώρα σε συνάντησα, Γέροντα, για να τελειώσω την εργασία μου και να σωθώ. Διότι εμείς οι ληστές έχουμε τέτοια συνήθεια και τέτοιο νόμο και πίστη. Ότι όποιος μπορέσει να κάνει εκατό φόνους, πηγαίνει στο παράδεισο.

Εγώ, μετά από πολλούς κόπους έως τώρα έκανα ενενήντα εννιά φόνους. Μου λείπει ακόμα ένας για να τελειώσω την εκατοντάδα μου και να σωθώ. Λοιπόν, σου χρωστάω μεγάλη χάρη και σε ευχαριστώ, γιατί σήμερα για σένα θ’ απολαύσω τον παράδεισο».

Όταν άκουσε τα λόγια του ληστή ο γέροντας, ξαφνιάστηκε και τρόμαξε με το ξαφνικό και ανέλπιστο πειρασμό. Και αφού με το νου του κοίταξε προς το Θεό σκέφτηκε και είπε: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, που θέλησες να δείξεις σε μένα το δούλο σου; Τέτοια συμβουλή έδωσες σε μένα τον αμαρτωλό, να βγω από το κελλί μου για να με πληροφορήσεις τέτοιο φοβερό μυστήριο; Με τέτοιες δωρεές αμείβεις τους κόπους της ασκήσεως που έκανα για σένα;

Τώρα αληθινά γνώρισα, Κύριε, ότι όλος ο κόπος της ασκήσεώς μου ήταν μάταιος· και όλες οι προσευχές μου θεωρήθηκαν από σένα σίχαμα και βδέλυγμα. Όμως ευχαριστώ τη φιλανθρωπία σου. Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την αναξιότητα μου, όπως μου πρέπει, για τις αμέτρητες αμαρτίες μου και με παρέδωσες στα χέρια του ληστή και φονιά».

Αυτά λέγοντας ο γέροντας λυπημενος δίψασε πολύ και είπε στο ληστή: «Παιδί μου, επειδή με το να είμαι αμαρτωλός, με παρέδωσε ο Θεός στα χέρια σου να με θανατώσεις και να γίνει έτσι η επιθυμία σου, όπως το θέλησες, και εγώ στερούμαι τη ζωή, σαν κακός άνθρωπος που είμαι, γι’ αυτό σε παρακαλώ κάνε μου μία χάρη και ένα πολύ μικρό θέλημα και δος μου λίγο νερό να πιω, και μετά αποκεφάλισέ με».

Όταν άκουσε ό ληστής το λόγο του γέροντα, θέλοντας με προθυμία να εκπληρώσει την επιθυμία του, έβαλε στη θήκη το σπαθί, που κρατούσε, και έβγαλε από τον κόρφο του ένα δοχείο και πήγε στο ποτάμι που ήταν εκεί κοντά και έσκυψε να το γεμίσει, για να φέρει στο γέροντα να πιεί. Και εκεί που προσπαθούσε να γεμίσει το αγγείο, πέθανε.

Όταν πέρασε λίγη ώρα και δεν ερχόταν ο ληστής, σκεπτόταν ο γέροντας και έλεγε: «Μήπως και ήταν νυσταγμένος και έπεσε και αποκοιμήθηκε και για αυτό αργεί και έτσι μπορώ νά φύγω και να πάω στο κελλί μου; Επειδή όμως είμαι γέρος, φοβάμαι, γιατί δεν έχω δύναμη να τρέξω, θα κουραστώ και θα με προφθάσει, και στο θυμό του θα με τυραννήσει χωρίς λύπη κόβοντάς με ζωντανό σε πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αλλά ας πάω στο ποτάμι, να δω τί κάνει».

Πήγε λοιπόν ο γέροντας με­ τέτοιες σκέψεις και τον βρήκε πεθαμένο. Όταν τον είδε γέμισε θαυμασμό και έκπληξη. Και σηκώνοντας τα χέρια του στον ουρανό έλεγε: «Κύριε φιλάνθρωπε, εάν δεν μου αποκαλύψεις το μυστήριο αυτό, δεν κατεβάζω τα χέρια μου. Λυπήσου λοιπόν τον κόπο μου και φανέρωσέ μου αυτό το πράγμα».

Ενώ προσευχόταν ο γέροντας, ήλθε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Βλέπεις, αββά, αυτόν που βρίσκεται μπροστά σου πεθαμένος; Εξαιτίας σου πέθανε με αιφνίδιο θάνατο, για να γλυτώσεις εσύ και να μη σε θανατώσει. Λοιπόν θάψε τον ως ένα σωσμένο. Διότι η υπακοή που έκανε σε σένα και έκρυψε το φονικό σπαθί στη θήκη του, γιά να πάει να σου φέρει νερό, να σβήσει τη φλόγα της δίψας σου, με αυτό το έργο καταπράυνε την οργή του Θεού και τον δέχθηκε ως εργάτη της υπακοής.

Και η ομολογία των ενενήντα εννέα φόνων θεωρήθηκε ως εξομολόγηση. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τους σωσμένους. Και γνώρισε απ’ αυτό το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαχνίας του Θεού. Καί πήγαινε χαίροντας στο κελλί σου και να είσαι πρόθυμος στις προσευχές σου και να μη λυπάσαι και να λες, ότι πως είσαι αμαρτωλός και στερημένος από αποκάλυψη.

Γιατί όπως είδες σου απεκάλυψε ο Θεός ένα μυστήριον. Να ξέρεις δε και τούτο, ότι όλοι οι κόποι της ασκήσεως σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού· διότι δεν υπάρχει κανένας κόπος που γίνεται για το Θεό και να απορρίπτεται απ’ αυτόν». Αφού άκουσε αυτά ο γέροντας έθαψε τον νεκρό.